- βρεφικῆς
- βρεφικόςinfantilefem gen sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αγκού — 1. λέξη τής βρεφικής γλώσσας από τα πρώτα ψελλίσματα τού βρέφους 2. θωπευτικά, προς τα νήπια … Dictionary of Greek
αναιμία — Παθολογική κατάσταση που χαρακτηρίζεται από μείωση του αριθμού των ερυθρών αιμοσφαιρίων ή από ελάττωση του περιεχομένου τους σε αιμοσφαρίνη ή και από τα δύο. Στον υγιή ενήλικο, ο αριθμός των ερυθρών αιμοσφαιρίων και το περιεχόμενό τους σε… … Dictionary of Greek
βρέφος — το (AM βρέφος) νεογέννητο παιδί, από τη γέννηση του μέχρι τον 25ομήνα μσν. νεοελλ. φρ. «τὸ Θεῑον Βρέφος» ο Χριστός στην εικόνα της Γέννησης ή όποτε εικονίζεται σε βρεφική ηλικία νεοελλ. άνθρωπος άπειρος, αθώος σαν βρέφος αρχ. 1. το έμβρυο 2.… … Dictionary of Greek
δικαίωμα — Ο όρος δ. έχει γενική έννοια και εκφράζει κάθε εξουσία ή προνόμιο, καθώς επίσης και κάθε ευχέρεια που αναγνωρίζουν οι νόμοι (θετικό δίκαιο) ή τα έθιμα σε ένα πρόσωπο. Παράλληλα, αναφέρεται και στη δυνατότητα που έχουν τα άτομα να διεκδικήσουν… … Dictionary of Greek
θνησιμότητα — Η αναλογία θανάτων σε έναν πληθυσμό σε μία συγκεκριμένη χρονική περίοδο. Συνήθως η θ. υπολογίζεται με βάση τον αριθμό των θανάτων ανά 1.000 κατοίκους στη διάρκεια ενός έτους. Η θ. μεταβάλλεται στον χώρο και στον χρόνο και εξαρτάται από πολλούς… … Dictionary of Greek
νηπιότης — νηπιότης, ἡ (ΑΜ) [νήπιος] η περίοδος τής βρεφικής ή νηπιακής ηλικίας τού ανθρώπου αρχ. 1. (κατ επέκτ.) η παιδική ηλικία 2. παιδαριώδης τρόπος συμπεριφοράς, παιδαριωδία, ανοησία 3. παιδική αθωότητα 4. το να έχει εισέλθει κανείς για πρώτη φορά στη… … Dictionary of Greek
παΐδι — Από βιολογική άποψη θεωρείται π. ο άνθρωπος από τη γέννησή του μέχρι τα 9 του χρόνια ή και μέχρι τα 11 14, ανάλογα με τους επιστήμονες οι οποίοι έχουν ασχοληθεί με το θέμα. Η επιστήμη που ασχολείται με το π. είναι σχετικά νέα. Οι αρχαίοι… … Dictionary of Greek
παιδί — Από βιολογική άποψη θεωρείται π. ο άνθρωπος από τη γέννησή του μέχρι τα 9 του χρόνια ή και μέχρι τα 11 14, ανάλογα με τους επιστήμονες οι οποίοι έχουν ασχοληθεί με το θέμα. Η επιστήμη που ασχολείται με το π. είναι σχετικά νέα. Οι αρχαίοι… … Dictionary of Greek
πιπί — το, Ν άκλ. 1. (στη γλώσσα τών νηπίων) το αιδοίο τού βρέφους και, ιδίως, τού κοριτσιού 2. συνεκδ. η ούρηση ή τα ούρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για ηχομιμητική λ. τής βρεφικής ηλικίας (πρβλ. γαλλ. pipi)] … Dictionary of Greek
τοξίκωση — η, Ν ιατρ. βαρύ σύνδρομο τής βρεφικής ηλικίας, που χαρακτηρίζεται, κυρίως, από πεπτικές διαταραχές και αφυδάτωση. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. toxicosis < toxic «τοξικός» (< λατ. toxicum «δηλητήριο» < τοξικόν, βλ. λ. τοξικός) +… … Dictionary of Greek